φελλάρια

φελλάρια
τα, Ν
(αλιευτ.) κοινή ονομασία τεμαχίων φελλού για ποικίλες χρήσεις και ιδίως για να ψαρεύει κανείς μελανούρια και κεφάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + υποκορ. κατάλ. -άριο (πρβλ. βιβλι-άριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”